λιπαραυγής

λιπαραυγής
λιπαραυγής
bright-beaming
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιπαραυγής — λιπαραυγής, ές (Α) αυτός που ακτινοβολεί λαμπρά, φωτεινός, στιλπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + αυγής (< αὐγή [ἡ] ή *αὖγος [τὸ]), πρβλ. λυκ αυγής, πυρ αυγής] …   Dictionary of Greek

  • λιπαραυγεῖς — λιπαραυγής bright beaming masc/fem acc pl λιπαραυγής bright beaming masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… …   Dictionary of Greek

  • λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”